lawadvisor

ebanner espa ekt

Συνοπτική καταγραφή των σταδίων για την υπαγωγή στη ρύθμιση

1ο Στάδιο: Υποβάλλουμε προς όλες τις Τράπεζες στις οποίες γνωρίζουμε ότι έχουμε οφειλές, μεγάλες ή μικρές δεν έχει σημασία, αίτηση με την οποία ζητούμε να μας χορηγηθεί αναλυτική κατάσταση των οφειλών μας που θα περιέχει το κεφάλαιο, τους τόκους, τυχόν έξοδα και το επιτόκιο της οφειλής μας. (Αν και οι οφειλές προς τους πιστωτές μας που θέλουμε να υπαγάγουμε στη ρύθμιση δεν είναι απαραίτητο ότι προέρχονται μόνο από πιστωτικά ιδρύματα αλλά και από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λόγους διευκόλυνσης, καθώς αυτές αποτελούν την πλειονότητα των περιπτώσεων, αναφερόμαστε στις «Τράπεζες» καλύπτοντας όλους αυτούς).

            Την αίτηση αυτή την υποβάλλει ο ίδιος ο οφειλέτης ή κάποιο άλλο άτομο αντ’ αυτού με εξουσιοδότηση (που φέρει θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής). Επίσης με τον ίδιο τρόπο γίνεται και η παραλαβή της. Δεν είναι απαραίτητο να υποβληθεί στο υποκατάστημα της Τράπεζας που λήφθηκε π.χ. το δάνειο, αφού τηρείται μηχανογραφημένο σύστημα μεταξύ των καταστημάτων. Συχνά, υπάλληλοι της Τράπεζας προκειμένου να αποφύγουν περαιτέρω εργασία, επικαλούνται ότι θα πρέπει αυτή να υποβληθεί στο κατάστημα στο οποίο συνάφθηκε το δάνειο. Αν αυτό είναι εξαρχής εφικτό, πράξτε το προκειμένου να αποφύγετε διαπληκτισμούς με τους υπαλλήλους, διαφορετικά να γνωρίζετε ότι δεν είστε υποχρεωμένοι προς τούτο. Η αίτηση συνήθως υποβάλλεται σε κάποιο γραφείο της Τράπεζας που είναι εξαρχής υπεύθυνο για την παραλαβή αυτών των αιτήσεων. Εισερχόμενοι στο κατάστημα που επιλέξατε, ρωτήστε κάποιον υπάλληλο (όχι από αυτούς που βρίσκονται πίσω από τα ταμεία) και εκείνος θα σας παραπέμψει σχετικώς.

Για αυτή την αίτηση δεν υπάρχει οικονομική επιβάρυνση του οφειλέτη σύμφωνα με τον Νόμο. Οι Τράπεζες έχουν υποχρέωση να σας παράσχουν τη βεβαίωση αυτή εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών, διαφορετικά κινδυνεύουν κατόπιν καταγγελίας σας προς τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή να τους επιβληθεί πρόστιμο που κυμαίνεται από πεντακόσια έως δέκα χιλιάδες ευρώ.

Συνήθως οι Τράπεζες έχουν δικές τους τυποποιημένες αιτήσεις που καλούν τους οφειλέτες να συμπληρώσουν. Τα μόνα στοιχεία που θα πρέπει να συμπληρώνετε είναι τα προσωπικά σας (όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο κ.λπ.). Σε καμία περίπτωση δεν χρειάζεται να γνωρίζετε τους αριθμούς των συμβάσεων δανείων ή πιστωτικών καρτών που έχετε, αλλά και αν τα γνωρίζετε, μην τα συμπληρώνετε. Οι Τράπεζες έχουν υποχρέωση να σας συμπεριλάβουν στη βεβαίωση που θα σας χορηγήσουν ΟΛΕΣ τις οφειλές σας, ενεργές ή μη, που έχετε ή είχατε προς αυτές. Μπορεί από τη βεβαίωση αυτή να ανακαλύψετε και άλλες οφειλές που ίσως έχετε ξεχάσει ή δεν γνωρίζετε ότι σας επιβαρύνουν ακόμη!

Διαβάστε προσεκτικά όλη την τυποποιημένη αίτηση που θα σας δοθεί να συμπληρώσετε πριν την υπογράψετε. Εάν παρατηρήσετε ότι στην αίτηση αυτή, έστω και με ψιλά γράμματα στο τέλος της, υπάρχει κάποια δήλωσή σας ότι παραιτείστε από το δικαίωμά σας να υπαχθείτε στη ρύθμιση ή οτιδήποτε άλλο «περίεργο», πάρτε την αίτηση και κατευθυνθείτε προς κάποιον δικηγόρο να σας συμβουλεύσει σχετικώς, χωρίς φυσικά να την καταθέσετε. Έχει παρατηρηθεί από κάποιες Τράπεζες το φαινόμενο να ενσωματώνουν στις αιτήσεις τους τέτοιου είδους σημειώσεις, προκειμένου να «ελαττώσουν» τις περιπτώσεις οφειλετών τους που προσφεύγουν στη διαδικασία.

Αν δεν είστε σίγουροι για την τύχη κάποιας παλιάς σας οφειλής προς μία Τράπεζα με την οποία δεν τηρείτε σήμερα συνεργασία, μην διστάσετε να υποβάλετε αίτηση και προς αυτήν. Αν δεν διαθέτετε τα κείμενα των συμβάσεων (δανείων, πιστωτικών καρτών κ.λπ.), αρχικών και τυχόν τροποποιητικών τους, καλό θα ήταν σε αυτό το στάδιο να τα ζητήσετε και αυτά επίσης. Ίσως να χρειαστεί, όμως, να υποβάλετε ξεχωριστή αίτηση. Στην περίπτωση αυτή, να γνωρίζετε ότι δεν ισχύουν οι χρονικοί περιορισμοί ή οι περαιτέρω κυρώσεις που αναφέρονται παραπάνω.

Πριν φύγετε από το κατάστημα της Τράπεζας που θα έχετε υποβάλει την αίτηση, σιγουρευτείτε ότι έχετε λάβει τον αριθμό πρωτοκόλλου που έχει λάβει το έγγραφό σας ως εισερχόμενο. Κάποιες Τράπεζες, αν τους ζητηθεί, δίνουν ακόμη και σε φωτοτυπία όλη την αίτηση που υποβάλατε, στην κορυφή της οποίας φαίνεται συνήθως και ο αριθμός πρωτοκόλλου αλλά και η ημερομηνία υποβολής της.

Η υποβολή αίτησης για τη χορήγηση της βεβαίωσης αυτής δεν επιφέρει από μόνη της καμία απολύτως συνέπεια. Εξάλλου μπορεί να μη θελήσετε να προχωρήσετε στη διαδικασία ή να μην μπορείτε να υπαχθείτε στη ρύθμιση, οπότε ούτως ή άλλως αυτή δεν έχει καμία πρακτικά αξία. Η αίτηση αυτή και κατά συνέπεια η χορηγούμενη βεβαίωση, επίσης δεν έχει καμία απολύτως σχέση με οιαδήποτε άλλη απλή βεβαίωση - ενημέρωση που λαμβάνετε από τις Τράπεζες για την κίνηση του λογαριασμού σας κ.ο.κ. Εξοικονομήστε χρόνο με τη λήψη των βεβαιώσεων αυτών, αφού εάν εντέλει θέλετε και μπορείτε να υπαχθείτε στη ρύθμιση, το πρώτο πράγμα που θα σας ζητηθεί να προσκομίσετε θα είναι αυτές. Αφού συγκεντρώσετε όλες σας τις βεβαιώσεις, τότε προχωρήστε στο επόμενο βήμα.

2ο Στάδιο: Επιλέγουμε τον δικηγόρο ή άλλο αρμόδιο φορέα προκειμένου να ενημερωθούμε διεξοδικώς και λεπτομερώς για τον Νόμο και για το εάν η υπόθεσή μας πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής της στον Νόμο. Προσκομίζουμε τις αρχικές βεβαιώσεις που λάβαμε από τις Τράπεζες και εκθέτουμε με ειλικρίνεια όλα τα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειάς μας, αλλά και εκείνα τα περιστατικά που συνθέτουν την εν γένει κατάστασή μας. Εάν πληρούμε τις προϋποθέσεις του Νόμου, τότε θα μας ζητηθούν κάποια οικονομικά ή άλλα έγγραφα που μας αφορούν (Ε1, Ε9, μισθοδοσίες, κάρτα ανεργίας κ.λπ.), προκειμένου να συνταχθεί η πρότασή μας - αίτηση εξωδικαστικού συμβιβασμού προς τις Τράπεζες. Εάν πάλι δεν μπορούμε να υπαχθούμε στη ρύθμιση για οιονδήποτε λόγο, τότε ο υπεύθυνος επαγγελματίας θα μας υποδείξει πιθανούς άλλους τρόπους και λύσεις για το πρόβλημά μας.

Η προσεκτική επιλογή του δικηγόρου που θα σας εκπροσωπήσει ή οποιουδήποτε άλλου φορέα που μπορεί να αναλάβει την υπόθεσή σας κατά το στάδιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού, όπως είναι π.χ. οι κατά τόπους Ενώσεις Καταναλωτών, ο Συνήγορος του Καταναλωτή, η Επιτροπή Φιλικού Διακανονισμού και ο Μεσολαβητής Τραπεζικών Επενδυτικών Υπηρεσιών, αποτελεί το ήμισυ της επιτυχούς έκβασης της υπόθεσής σας. Στο σημείο αυτό, λάβετε υπόψη ότι πλην των δικηγόρων, οι υπόλοιποι αρμόδιοι φορείς ΜΟΝΟ κατά το στάδιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού μπορούν να σας συνδράμουν! Μετά το πέρας αυτού, εάν αυτό δεν είναι επιτυχές, θα σας παραπέμψουν να βρείτε εσείς κάποιον εξωτερικό δικό σας δικηγόρο για να συνεχίσετε τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

Οποιοδήποτε κι αν είναι επομένως το άτομο που τελικώς θα σας αναλάβει, καλό θα ήταν για την πορεία της υπόθεσής σας, να σιγουρευτείτε ότι σας δίνει πειστικές απαντήσεις σε όλα τα θέματα που του θέτετε αλλά και ότι έχει εμπειρία στην ανάληψη άλλων σχετικών υποθέσεων. Η αναλυτική επεξήγηση όλων των σταδίων της ρύθμισης, των συνεχών υποχρεώσεων που έχετε καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής και των συνεπειών του νόμου, η εξαρχής απαρίθμηση της οικονομικής σας επιβάρυνσης για όλα τα στάδια μέχρι το πέρας της διαδικασίας αλλά και η αναζήτηση υπερβολικά πολλών εγγράφων που σας αφορούν είναι μερικά από τα στοιχεία που θα σας οδηγήσουν να αντιληφθείτε το εάν έχετε πέσει όντως στα χέρια κάποιου έμπειρου και ικανού προσώπου να σας εκπροσωπήσει ή όχι.

Βεβαιωθείτε ότι συμφωνείτε με το τελικό κείμενο της πρότασης εξωδικαστικού συμβιβασμού που θα υποβάλετε προς τις Τράπεζες, ότι έχουν περιληφθεί όλοι οι πιστωτές σας με τα ακριβή ποσά και ότι τα περιουσιακά και οικονομικά σας στοιχεία που αναγράφονται σε αυτήν είναι τα σωστά. Ναι μεν αυτή η πρόταση και όλα σας τα στοιχεία μπορεί να μεταβληθούν λόγω εξωγενών παραγόντων μέχρι την κατάθεση της αίτησης στο Δικαστήριο και πολύ περισσότερο μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής σας, αλλά θα σας συντροφεύει για πολύ καιρό αποτελώντας ένα καλό ή κακό προηγούμενο στο οποίο φυσικά θα ανατρέχουν αναλόγως οι πιστωτές σας.

Η υποβολή της αίτησης αυτής μπορεί να πραγματοποιηθεί και από τον ίδιο τον οφειλέτη ή όπως και στο υπό στοιχ. 1 ειδικώς αναφέρθηκε. Δεν τηρείται δηλαδή κάποιος συγκεκριμένος τύπος και δεν έχει επίσης κάποιο κόστος για τον οφειλέτη, εφόσον επιλέξει να την καταθέσει ο ίδιος. Σε κάθε περίπτωση πάντως και για παν ενδεχόμενο, θα πρέπει να έχετε κάποιο αποδεικτικό κατάθεσής της (αριθμό πρωτοκόλλου και ημερομηνία κατάθεσης).

Στην αίτηση αυτή, τίθεται ένα εύλογο χρονικό όριο μέσα στο οποίο προσκαλούνται οι πιστωτές να απαντήσουν. Συνήθως, αυτός ο χρόνος είναι ένας μήνας. Εάν οι πιστωτές όλοι δεν απαντήσουν θετικά ή αν υποβάλλουν δικές τους προτάσεις που αντιτάσσονται στις δικές μας ή κάποιοι δεν απαντήσουν καθόλου, τότε τεκμαίρεται ότι υπάρχει άρνηση αυτών και το παρόν στάδιο κλείνει με τη σύνταξη πρακτικού αποτυχίας που υπογράφεται από τον δικηγόρο ή τον αρμόδιο φορέα που ανέλαβε τη διεξαγωγή του. Μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία υπογραφής του πρακτικού αποτυχίας θα πρέπει να υποβληθεί και η αίτησή μας στο Δικαστήριο, άλλως θα πρέπει να επαναληφθεί εξαρχής η διαδικασία.

Εάν η απόπειρα εξωδικαστικού συμβιβασμού είναι επιτυχής, τότε κατόπιν αίτησης του οφειλέτη ή κάποιου εκ των πιστωτών προς τον Ειρηνοδίκη, κηρύσσεται αυτός (ενν. ο συμβιβασμός) εκτελεστός, επικυρώνεται και σταματάει το υπόλοιπο της διαδικασίας. Εάν ο οφειλέτης όμως μετά τον συμβιβασμό αυτό, υπαίτια σταματήσει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του απέναντι στους πιστωτές του, παρέχεται η δυνατότητα στους τελευταίους να υπαναχωρήσουν από τον συμβιβασμό με συνέπεια την αναβίωση των χρεών του οφειλέτη στο αρχικό ύψος τους. Δεν αποκλείεται επίσης και η συνέχιση της εκτέλεσης κατά του οφειλέτη παρόλο το συμβιβασμό, εφόσον οι πιστωτές λάβουν απόγραφο. Κατά του πρακτικού συμβιβασμού δεν χωρεί έφεση.

Γίνονται διάφορες συζητήσεις για την κατάργηση του σταδίου αυτού ή έστω για την κατάργηση της υποχρεωτικότητάς του, εφόσον σήμερα τουλάχιστον, εάν δεν έχει προηγηθεί εξωδικαστικός συμβιβασμός, η εκδίκαση της αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου θα απορριφθεί. Το σίγουρο είναι ότι λόγω της αποδεδειγμένης αναποτελεσματικότητας του σταδίου αυτού, δεν εξυπηρετείται η διαδικασία, παρά μόνο φαίνεται να καθυστερεί αδικαιολόγητα. Θεωρούμε ότι καλύτερο θα ήταν να καταργηθεί η υποχρεωτικότητα, ώστε πλέον για όσους θα θέλουν να προσφύγουν και σε αυτό το στάδιο, να δίνεται η ευχέρεια στις Τράπεζες να εξετάζουν ουσιαστικά τις προτάσεις τους και να διεξάγεται όντως μια διαπραγμάτευση, ενώ στην περίπτωση που κάποιος δεν επιλέγει αυτό τον δρόμο να μην χρονοτριβεί περαιτέρω.    

3ο Στάδιο: Η υποβολή της αίτησής μας για ρύθμιση στη γραμματεία του Δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου) μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία υπογραφής του πρακτικού αποτυχίας εξωδικαστικού συμβιβασμού με τους πιστωτές μας.

             Η αίτηση υποβάλλεται στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο του τόπου κατοικίας του οφειλέτη. Όσο πιο πλήρης είναι αυτή, τόσο πιο πολλές πιθανότητες έχουμε να ευδοκιμήσει αλλά και να αποφύγουμε περιττές ενστάσεις των πιστωτών μας. Κατά την κατάθεση της αίτησης, λαμβάνουμε και την ημερομηνία δικασίμου της υπόθεσης. Από την ημερομηνία επίδοσης μέσω δικαστικού επιμελητή της αίτησής μας προς τις πιστώτριες, παύει η τοκογονία όλων των οφειλών μας προς αυτές, συμβατική και νόμιμη. Η μόνη περίπτωση κατά την οποία συνεχίζουν οι οφειλές μας να επιβαρύνονται με επιτόκιο (ενήμερης οφειλής) μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, αφορά όσες οφειλές είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα (π.χ. δάνειο στεγαστικό για το οποίο έχει εγγραφεί προσημείωση).

            Ο Νόμος ορίζει τα ελάσσονα στοιχεία που η αίτηση πρέπει να περιέχει για να εξεταστεί και αυτά είναι: α) κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και των κάθε φύσης εισοδημάτων του ίδιου και της συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη.

            Μέσα σε ένα μήνα το αργότερο από την κατάθεση της αίτησης στο Δικαστήριο, θα πρέπει να επιδοθεί μέσω Δικαστικού Επιμελητή προς τους πιστωτές μας αντίγραφο της αίτησης με τον προσδιορισμό δικασίμου καθώς και όλα τα παραπάνω στοιχεία, είτε ξεχωριστά είτε ενσωματώνοντάς τα σε ενιαίο κείμενο, προσκαλώντας τις ταυτόχρονα να μας απαντήσουν εντός δύο μηνών από την κατάθεση της αίτησης για το εάν αποδέχονται ή όχι το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών μας (δικαστικός συμβιβασμός) και τις τυχόν παρατηρήσεις τους. Όλες οι Τράπεζες μέχρι σήμερα δέχονται αναντιρρήτως την παραλαβή των αιτήσεων σε οποιοδήποτε υποκατάστημά τους ανά την επικράτεια, πλην της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., για την οποία παραλαμβάνει μόνο το κεντρικό της κατάστημα στην Αθήνα (οδός Αιόλου αρ. 86).

            Μάλιστα μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης στο Δικαστήριο, θα πρέπει ο οφειλέτης να προσκομίσει υπεύθυνη δήλωσή του για την ορθότητα των στοιχείων που υποβάλλει, τη βεβαίωση αποτυχίας εξωδικαστικού συμβιβασμού και όλα εκείνα τα έγγραφα που δικαιολογούν την αίτησή του, καθώς και τα εισοδήματα, τα περιουσιακά του στοιχεία αλλά και εκείνα που κατά περίπτωση κρίνεται ότι θα βοηθήσουν την υπόθεσή του.

            Μετά το πέρας των δύο μηνών που έχουν περιθώριο οι πιστωτές να απαντήσουν, να αντιπροτείνουν κ.λπ., ξεκινά προθεσμία δεκαπέντε ημερών στον οφειλέτη να τροποποιήσει εάν το επιθυμεί το Σχέδιο διευθέτησής του, ώστε ίσως να επιτύχει συμφωνία των πιστωτών του. Δεν είναι απαραίτητο όμως να προβεί σε οιαδήποτε τροποποίηση.

            Η αίτησή μας περιλαμβάνει πέραν των άλλων που προαναφέρθηκαν, δύο αιτήματα: την πρόταση δικαστικού συμβιβασμού και την αίτηση δικαστικής ρύθμισης τα οποία αποτελούν δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Εάν δε ζητηθούν και τα δύο ξεχωριστά, το Δικαστήριο δεν θα επιληφθεί από μόνο του. Με το πρώτο (την πρόταση δικαστικού συμβιβασμού) επιχειρείται μία δεύτερη προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας, για την οποία μάλιστα ο Νόμος θεωρεί (πλασματικά) ότι έχει επιτευχθεί εάν συμφωνούν σε αυτό ή δεν αντιτίθενται αντίστοιχα πιστωτές που καλύπτουν το ήμισυ του συνολικού ποσού απαιτήσεων. Εάν όμως υπάρχουν πιστωτές με εμπραγμάτως εξασφαλισμένες απαιτήσεις (ενέγγυοι) θα πρέπει να συγκατατίθενται και αυτοί.

Π.χ. κάποιος οφειλέτης έχει χρέη προς την Α Τράπεζα από πιστωτικές κάρτες ύψους 10.000€, προς τη Β Τράπεζα επίσης από πιστωτικές κάρτες 5.000€, προς τη Γ Τράπεζα από καταναλωτικό δάνειο 3.000€ και προς την Δ Τράπεζα από καταναλωτικό δάνειο 20.000€. Κανείς εκ των πιστωτών αυτών δεν έχει εξασφάλιση εμπράγματη. Η συνολική οφειλή του εν λόγω οφειλέτη προς όλους ανέρχεται στο ποσό των 38.000€. Εάν έστω μόνο η Δ Τράπεζα (με 20.000€ οφειλή) συναινέσει στο σχέδιο διευθέτησης που προτείνουμε και δεν συντρέχει κάποια άλλη απαγορευτική εκ των τριών περιπτώσεων που περιοριστικώς αναφέρονται στον νόμο, τότε το δικαστήριο θα έρθει να υποκαταστήσει τη συναίνεση και των λοιπών πιστωτών, επικυρώνοντας τον δικαστικό συμβιβασμό, αφού συμφωνεί πάνω από το μισό του συνολικού ποσού απαιτήσεων (20.000€ από τις συνολικές 38.000€).

            Στο ίδιο ως άνω παράδειγμα έστω ότι προς τη Β Τράπεζα για την οφειλή μας ποσού 5.000€ έχει δοθεί ως εγγύηση η εγγραφή προσημείωσης επί ενός αγροτεμαχίου που έχουμε, ενώ ως προς τα υπόλοιπα ισχύουν τα ίδια με παραπάνω. Εάν ακόμη και όλες οι υπόλοιπες Τράπεζες (με συνολικές απαιτήσεις 33.000€), πλην της Β, αποδεχτούν το Σχέδιο διευθέτησης, τότε δεν μπορεί να υπάρξει υποκατάσταση και επικύρωση του δικαστικού συμβιβασμού, αφού δεν θα το έχει κάνει αποδεκτό ο μοναδικός πιστωτής που έχει εμπράγματη εξασφάλιση, ασχέτως του ποσοστού που διαθέτει επί των συνολικών απαιτήσεων (ανώτερο ή κατώτερο του 50%)!

            Το Δικαστήριο επικυρώνει με οριστική απόφασή του τον Δικαστικό Συμβιβασμό κατά την ίδια αρχική δικάσιμο και έκτοτε θεωρείται ότι η αίτησή μας για υπαγωγή στη ρύθμιση έχει ανακληθεί. Η κρίση για την υποκατάσταση ή μη της ελλείπουσας συγκατάθεσης πιστωτών (με απαιτήσεις που ανέρχονται σε ποσοστό μικρότερο του 50%) επίσης λαμβάνει χώρα κατά την ίδια (αρχική) δικάσιμο της υπόθεσής μας. Πάντως, επί της απόφασης αυτής (της υποκατάστασης) χωρεί έφεση από οιονδήποτε εκ των πιστωτών που αντιτάσσεται.

Στην περίπτωση που δεν γίνει αποδεκτό το Σχέδιο διευθέτησης εξαρχής από κανέναν πιστωτή ή έστω από το μεγαλύτερο ποσοστό των συνολικών απαιτήσεων (άνω του 50%) ώστε να χωρέσει υποκατάσταση της ελλείπουσας συγκατάθεσης πιστωτών όπως προαναφέρθηκε, τότε το Δικαστήριο προχωρά στη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την κρίση του προβαίνει στη ρύθμιση που θεωρεί εύλογη, ανταποκρινόμενη στις εκάστοτε συνθήκες (δικαστική ρύθμιση). Στην αίτησή μας ζητούμε φυσικά και τη διάσωση από τη ρευστοποίηση τυχόν υπάρχουσας ακίνητης περιουσίας.

Σε αυτό το στάδιο, όπως γίνεται αντιληπτό, και μέχρι την εκδίκαση της αίτησης μπορεί να λάβει χώρα και ένα επιμέρους στάδιο (όπως είναι αυτό της τροποποίησης του Σχεδίου διευθέτησης), ενώ πραγματοποιούνται και οι περισσότερες πράξεις (π.χ. επίδοση αίτησης, κατάθεση εγγράφων, υποβολή σχολίων επί των παρατηρήσεων των πιστωτών). Δεν είναι καθόλου σπάνιο, λόγω ακριβώς του μεγάλου πλέον διαστήματος που μεσολαβεί από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την εκδίκασή της, να χρειαστεί να υποβληθούν και αιτήσεις αναστολής κατά πράξεων εκτελεστικών που ενεργούνται κατά του οφειλέτη κ.λπ. Πάντως, ιδίως όταν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία τα οποία θέλουμε να διασώσουμε από τυχόν ρευστοποίηση (π.χ. κατοικία), καλό θα ήταν μιας και μας παρέχεται η δυνατότητα αυτή, με το ίδιο κείμενο της αίτησης που υποβάλουμε στο Δικαστήριο για τον προσδιορισμό δικασίμου να αιτούμαστε και τη λήψη προσωρινής διαταγής με την οποία θα αναστέλλονται τα εις βάρος μας καταδιωκτικά μέτρα μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης από το αρμόδιο Δικαστήριο για τη ρύθμισή μας. Είναι πολύ σημαντικό ο ίδιος ο οφειλέτης, πριν από την κατάθεσή της, να ελέγχει την ορθότητα και την πληρότητα όλων των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην αίτησή του και έχει συντάξει για λογαριασμό του ο πληρεξούσιος δικηγόρος του.

4ο Στάδιο: Εκδίκαση της αίτησης

             Κατά την ημερομηνία της δικασίμου (συζήτησης) θα υποβληθούν όλες οι ενστάσεις από τους πιστωτές μας, οι αντενστάσεις οι δικές μας και θα εξεταστεί ο μάρτυρας που θα έχουμε επιλέξει για να υποστηρίξει την αίτησή μας. Ως μάρτυρας μπορεί να εξεταστεί και ο ίδιος ο αιτών-οφειλέτης, αν και θα προτείναμε να μη συμβεί κάτι τέτοιο εφόσον υπάρχει σχετική δυνατότητα.

Ενώπιον του ακροατηρίου μπορεί να υποβληθούν διορθώσεις της αίτησής μας, να αιτηθούμε την υποκατάσταση της ελλείπουσας συγκατάθεσης πιστωτών ώστε να επικυρωθεί ο δικαστικός συμβιβασμός ή ακόμη και προσωρινή διαταγή για την αναστολή καταδιωκτικών μέτρων εναντίον μας μέχρι την έκδοση της απόφασης για τη ρύθμιση και φυσικά να υποβάλουμε μέσω του δικηγόρου μας τις «Προτάσεις» μας, στις οποίες θα αναφέρουμε τους νομικούς ισχυρισμούς μας, την επανάληψη του αιτήματος για διάσωση από τη ρευστοποίηση περιουσιακών μας στοιχείων και τους λόγους που επικαλούμαστε κάτι τέτοιο αλλά και θα προσκομίσουμε και εκείνα επιπλέον τα έγγραφα που ενισχύουν και δικαιολογούν την αίτησή μας.

Εντός τριών ημερών από την ημερομηνία εκδίκασης, ο δικηγόρος θα υποβάλλει την «Προσθήκη-Αντίκρουση», κατά την οποία θα αξιολογήσει την κατάθεση του μάρτυρα, θα τονίσει όσα σημεία θεωρεί ότι χρειάζονται διευκρίνιση, θα προσκομίσει τυχόν έγγραφα που ζήτησε το Δικαστήριο να κατατεθούν προς απόδειξη ισχυρισμών και θα απαντήσει στις ενστάσεις των πιστωτών. Κατόπιν τούτων, αναμένεται η έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου που θα ρυθμίσει τον τρόπο και τον χρόνο των καταβολών μας προς τους πιστωτές μας αλλά και την τυχόν ρευστοποίηση ή μη τυχόν περιουσιακών μας στοιχείων.

5ο Στάδιο (προαιρετικό): Επίδοση της απόφασης προς τους πιστωτές μας - Έφεση

             Η απόφαση που θα εκδοθεί από το Δικαστήριο για την υπαγωγή μας ή όχι στη ρύθμιση, η οποία θα ορίζει και τον τρόπο, το ύψος και τον χρόνο των καταβολών, μπορεί να μην μας είναι τελικώς αρεστή, γιατί ίσως θεωρούμε ότι το ύψος των καταβολών που μας έχει ορίσει είναι υψηλό και δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε επαρκώς. Δυστυχώς, ακόμη και η υποβολή έφεσης κατά της απόφασης αυτής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, δηλαδή δεν μπορεί να καθυστερήσει την υλοποίησή της μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής μας στο εφετειακό δικαστήριο, αλλιώς κινδυνεύουμε ούτως ή άλλως να εκπέσουμε από τη ρύθμιση. Όπως έχουμε εμείς δικαίωμα, έτσι έχουν και οι πιστωτές μας το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά της απόφασης αυτής για διάφορους λόγους. Η επίδοση της απόφασης του Δικαστηρίου προς τους πιστωτές μας –μέσω Δικαστικού Επιμελητή πάντα– επιταχύνει το διάστημα εντός του οποίου μπορούν να ασκήσουν αυτοί έφεση, ήτοι εντός τριάντα ημερών από την επίδοση και κατά συνέπεια να γνωρίζουμε το μέλλον της ρύθμισής μας.

Η κατάθεση της έφεσης δεν πρέπει να συγχέεται με την αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασης που εκδόθηκε υπέρ μας. Αυτή η δεύτερη μπορεί να ζητηθεί από το Δικαστήριο λόγω της μεταβολής πραγματικών συνθηκών στο ενδιάμεσο διάστημα (π.χ. ανεργία ενώ δεν υπήρχε προηγουμένως, πολύ σημαντικό θέμα υγείας κ.ο.κ.). Και στις δύο περιπτώσεις όμως (έφεσης και ανάκλησης ή μεταρρύθμισης), το γεγονός ότι λόγω του υπερβολικού φόρτου των δικαστηρίων ο προσδιορισμός της δικασίμου τους καθυστερεί σημαντικά, συνεπάγεται ότι ενέχεται κίνδυνος ανυπαίτιας έστω μη συμμόρφωσής μας με τη ρύθμιση που ίσως μας οδηγήσει τελικώς στο να την απολέσουμε, κατόπιν αίτησης κάποιου εκ των πιστωτών. Εάν το ζήτημα της τόσο μεγάλης καθυστέρησης στην εκδίκαση αυτών των υποθέσεων δεν διευθετηθεί σύντομα, ίσως τελικά αυτός ο Νόμος σε αρκετές περιπτώσεις να μην μπορέσει να παράσχει τα οφέλη που αρχικώς δείχνει ότι προσφέρει. Με τη συμβολή και τη συμβουλή του δικηγόρου σας θα σας υποδειχθεί η ενδεδειγμένη οδός που θα πρέπει να ακολουθήσετε προς όφελός σας.

Συμβουλές

blank page | έντυπη και ηλεκτρονική επικοινωνία